εκχωματίζω

εκχωματίζω
μετ. удалить землю

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εκχωματίζω" в других словарях:

  • εκχωματίζω — σκάβοντας αφαιρώ το χώμα και ισοπεδώνω το έδαφος ή κατασκευάζω τάφρο, όρυγμα, χαντάκι, ξεχωματώνω …   Dictionary of Greek

  • εκχωματίζω — εκχωμάτισα, εκχωματίστηκα, εκχωματισμένος, μτβ., βλ. εκχωματώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκσκάπτω — (AM ἐκσκάπτω) 1. σκάβοντας βγάζω από τη γη, εξορύσσω, ξεθάβω, ξεσκάβω 2. σκάβω και ανοίγω κοίλωμα, όρυγμα ή τάφρο, εκχωματίζω …   Dictionary of Greek

  • εκχωμάτωση — η ο εκχωματισμός, η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκχωματώνω ή εκχωματίζω …   Dictionary of Greek

  • εκχωματώνω — εκχωμάτωσα, εκχωματώθηκα, εκχωματωμένος, και εκχωματίζω εκχωμάτισα, εκχωματίστηκα, εκχωματισμένος, μτβ., σκάβοντας αφαιρώ χώμα από το έδαφος για να το ισοπεδώσω ή για να ανοίξω χαντάκι κτλ., ξεχωματίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»